σκεβρός

σκεβρός
η , ό
1) покоробленный; искривлённый, изогнутый; 2) скрюченный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκεβρός" в других словарях:

  • σκεβρός — ή, ό, Ν βλ. σκευρός …   Dictionary of Greek

  • σκευρός — και σκεβρός, ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει λυγίσει, που έχει στραβώσει, σκευρωμένος, στρεβλός 2. κυρτωμένος, καμπουριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκευρώνω (βλ. και λ. σκευρώνω)] …   Dictionary of Greek

  • σκευρώνω — και σκεβρώνω Ν 1. κάνω κάτι στραβό, κυρτό, προκαλώ λύγισμα σε κάτι 2. συντελώ στο να γίνει κάποιος καμπούρης, κυρτός, κάνω κάποιον καμπούρη («τόν σκέβρωσαν τα γηρατειά») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι στραβός, κυρτός, στραβώνω β) (για ξύλα) γίνομαι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»